01 Μαΐου, 2011

5.Τα παραμύθια δεν έχουν πάντα όμορφο τέλος.


Κεφάλαιο 5ο

Η Παρασκευή έφτασε γρηγορότερα από ότι συνήθως. Τώρα που δεν είχα και τις άλλες δυο να με ρεζιλεύουν σε καθημερινή βάση τα πράγματα στο σχολείο ήταν αρκετά πιο εύκολα.
Κατά το βραδάκι αποφάσισα να βγω έξω και να πάω στο συνηθισμένο μου "στέκι", τόσο για τα σκεφτώ, όσο και για να πάρω την εβδομαδιαία "δόση" μου.
Όμως όταν σκαρφάλωσα από την πίσω πόρτα του νεκροταφείου ,συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν μονή. Όσο μονή θα μπορούσα να είμαι σε ένα νεκροταφείο, γεμάτο αμίλητους "μάρτυρες" των πράξεων μου. Δυο φιγούρες περιτριγυρισμένες από σκιές στέκονταν και από τις κινήσεις των χεριών τους μπορούσα να καταλάβω πως τσακώνονταν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να φύγω προτού με πάρουν είδηση όμως όταν πήγα να ξανασκαρφαλώσω στα κάγκελα κάτι με έκανε να διστάσω.
"Τι κακό μπορώ να πάθω αν ακούσω λιγάκι τι λένε;" σκέφτηκα και πήγα να κρυφτώ πίσω από μια μεγάλη μαρμάρινη κρυπτή.

"Στο ξαναλέω Άλεκ, δεν έχουμε άλλο χρόνο να την πάρουμε με το μαλακό!"
"Κι εγώ σου λέω πως δεν μπορώ απλά να την απαγάγω και να την σύρω μαζί μου στους υπόλοιπους!"
Ο Κρίστιαν αναστέναξε και όταν ξαναμίλησε ο τόνος της φωνής του ήταν πιο ήρεμος.
"Έχεις δύο μέρες να την πείσεις να έρθει μαζί μας! Αλλιώς " είπε και ο τόνος στη φωνή του με έκανε να σφίξω την καμπαρντίνα μου ακόμα πιο σφιχτά στο σώμα μου.
Ένα απαλό θρόισμα ακούστηκε και κατάλαβα πως ο Κρίστιαν είχε φύγει.
Μου πήρε μερικά λεπτά να συνειδητοποιήσω πως μίλαγαν για μένα και μερικά δευτέρα για να πεταχτώ από την κρυψώνα μου και να τρέξω προς το μέρος του Άλεκ.
"Περσεφόνη;" είπε και με κοίταξε ξαφνιασμένος.
"Μήπως θες να μου πεις λιγάκι αναλυτικότερα γιατί σας είμαι τόσο χρήσιμη;"
"Κοιτά, εγώ και ο αδερφός μου ψάχνουμε άτομα με ειδικές ικανότητες."
"Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω ....."
"Είσαι ένα είδος μάγισσας Περσεφόνη. Με μια σου σκέψη κατάφερες να στείλεις δυο κοπέλες στο νοσοκομείο με έναν θανατηφόρο ίο που δεν έχει θεραπεία!"
"Εγώ δεν έκανα τίποτα Άλεκ! Δε φταίω εγώ που αυτές κόλλησαν τον ίο. Αλλά το άξιζαν! Είμαι σίγουρη ότι το άξιζαν!"
"Ηρέμησε Περσεφόνη! Ναι, το άξιζαν, αλλά τώρα πια τιμωρήθηκαν!" άρχισε να λέει με μια πολύ ήρεμη φωνή, όμως πίσω της άκουγα το άγχος και το φόβο.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ένα δυνατό αεράκι είχε σηκωθεί γύρω μας, κάνοντας τα κιτρινισμένα φύλλα να χορεύουν διπλά μας σε έναν δικό τους, μοναδικό χορό. Ένα δυνατό ρίγος με διαπέρασε και άρχισα να τρέμω.
"Το κακό σε όλα αυτά ξέρεις ποιο είναι;" είπα στο τέλος. Με κοίταξε με περιέργεια, περιμένοντας να συνεχίσω. "Σε πιστεύω." η φωνή μου ακουγόταν ξένη στα ιδία μου τα αυτιά.
Χαμογέλασε και με αγκάλιασε.
"Και τι κάνετε με αυτά τα άτομα;"
"Τα βοηθάμε να αναπτύξουν τα ταλέντα τους. Ταξιδεύουμε σε όλο τον κόσμο και βρίσκουμε κι αλλά τέτοια άτομα!"
"Και ποιο είναι το τίμημα?" ρώτησα κοιτώντας τον κατευθείαν στα γκρίζα ματιά του.
Χαμήλωσε το βλέμμα του και είπε με σιγανή φωνή: "Αν δεχτείς θα πρέπει να αφήσεις τους γονείς σου."
"Και τι θα τους πω; Ότι φεύγω να ανακαλύψω τις δυνάμεις μου;"
"Περσεφόνη..." είπε με ραγισμένη φωνή.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησα το νόημα πίσω από τις λέξεις τους. "Θα νομίζουν ότι είμαι νεκρή" είπα περισσότερο στον εαυτό μου.
"Λυπάμαι πολύ Περσεφόνη. Δε γίνεται αλλιώς! Σκέψου ποσά πράγματα θα μάθεις για σένα όμως. Θα βρεις κι αλλά άτομα σαν εσένα! Δεν θα χρειάζεται πια να νιώθεις μονή!" είπε και έπιασε το χέρι μου από τον καρπό. Ένιωσα τα σημάδια μου να καίνε κάτω από το άγγιγμα του.
"Δώσε μου μια νύχτα και έλα να με βρεις αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι. Θα σε περιμένω με την απάντηση."
Δίχως άλλη κουβέντα, κατευθύνθηκα προς τα παλιά σιδερένια κάγκελα, παραμέρισα τον κισσό και σκαρφάλωσα.

Η νύχτα της επιλογής ήταν τόσο γαλήνια και ήρεμη, ακριβώς αντίθετη με τα συναισθήματα που πολεμούσαν μέσα μου. Όλο το βραδύ προσπαθούσα να κάνω μια λίστα με τα υπέρ και τα κατά του να μείνω .
Το μονό που κατάφερα ήταν να συνειδητοποιήσω τα χαράματα πια ότι η ζωή δεν είναι κάτι που μπορείς να διαχωρίσεις σε καλά και άσχημα πράγματα. Είναι πολύ περισσότερο από αυτό! Είναι αναμνήσεις, άλλοτε καλές που θες να θυμάσαι μια ζωή και άλλοτε άσχημες που όμως σε κάνουν πιο δυνατή.
Οι θετοί μου γονείς ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα σε οικογένεια και ακόμα και αν δεν ήταν τέλειοι, ήταν οι μονοί που μου είχαν απομείνει. Δεν μπορούσα να τους αφήσω έτσι ....

Το πρωί έκανα κάτι που είχα πάψει να κάνω από τότε που ήμουν δώδεκα. Κατέβηκα στην κουζίνα και έκατσα να πάρω πρωινό μαζί τους.
Στην αρχή αντάλλαξαν ξαφνιασμένες ματιές, αλλά αυτό ήταν μονό στην αρχή. Φάγαμε όλοι μαζί το πρωινό μας και σηκωθήκαν να φύγουν για τις δουλειές τους.
Τους αποχαιρέτισα στην πόρτα και καθώς ήταν έτοιμοι να φύγουν, τους ψιθύρισα μια τόσο ισχυρή φράση που για χάρη της είχαν σκοτωθεί άνθρωποι και είχαν γίνει τρομεροί πόλεμοι: "Σας αγαπάω… το ξέρετε, έτσι;"
"Φυσικά και το ξέρουμε γλυκιά μου" είπε η μαμά και με αποχαιρέτισε με ένα φιλί στο μέτωπο.
Έκλεισα την πόρτα πίσω τους και ξέσπασα σε κλάματα. Πήγα στο σαλόνι και κοίταξα μια-μια τις οικογενειακές μας φωτογραφίες. Τελικά όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς μονό τότε συνειδητοποιείς πόσο πολύ θα σου λείψει και ποσό τον είχες ανάγκη.
Κοίταξα το ρολόι που κρεμόταν στον μπεζ τοίχο του σαλονιού και ένα μελαγχολικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.
Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και άνοιξα την μπαλκονόπορτα. Μια ριπή κρύου αέρα μπήκε ορμητικά, παρόλο που ο ήλιος έκανε παρέλαση στον ουρανό.
Κάθισα στο κρεβάτι και περίμενα τον Άλεκ.
Έκλεισα για μερικά δεύτερα τα ματιά μου και ένιωσα ένα σκούντημα στον ώμο μου.
"Περσεφόνη;
Ανακάθισα στο κρεβάτι μου και τον κοίταξα.
Δεν μίλησα, παρά μονό τον παρατήρησα στο φως του ήλιου. Τα μακριά μαύρα μαλλιά του, που έπεφταν ατημέλητα στο πρόσωπο του, τα γκρίζα ματιά του που εμοίαζαν να εκπέμπουν ένα δικό τους απόκοσμο φως, το πορσελάνινο δέρμα του, το μαύρο στενό τζιν που αγκάλιαζε τέλεια το σώμα του, το μπλε μπλουζάκι με τα περίεργα μαύρα σχεδία.
"Λοιπόν;" ψιθύρισε ...